- θεατρολόγος
- ο театровед
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θεατρολόγος — ο, η ο ειδικά ασχολούμενος με τη θεατρολογία, με τη μελέτη και την έρευνα τού θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + λογος (< λόγος < λέγω), πρβλ. γλωσσο λόγος, φιλό λογος. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Αθανάσιο Σ. Ρουσόπουλο] … Dictionary of Greek
θεατρολογία — η η μελέτη τού θεάτρου, η ιστορική, γραμματολογική ή αισθητική έρευνα που αναφέρεται στο θέατρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεατρολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
θεατρολογικός — ή, ό [θεατρολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεατρολογία ή στον θεατρολόγο … Dictionary of Greek
Γραμματάς, Θεόδωρος — (Μυτιλήνη 1951 –). Φιλόλογος, θεατρολόγος και καθηγητής πανεπιστημίου. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε σε πανεπιστήμια της Γαλλίας. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως επιμελητής στην έδρα της νεοελληνικής… … Dictionary of Greek